- τοπομαχικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που αναφέρεται στην τοπομαχία2. το ουδ. ως ουσ. το τοπομαχικό- βαρύ και δυσμετακίνητο πυροβόλο μεγάλου διαμετρήματος, που τοποθετείται σε μόνιμα οχυρά και σε τέτοιες θέσεις ώστε τα πυρά του να ελέγχουν ευρύτερη κατά το δυνατόν περιοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπομαχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.